θαυμαλέος

θαυμαλέος
θαυμ-ᾰλέος, α, ον,
A wondrous, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θαυμαλέος — θαυμαλέος, α, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) θαυμαστός, φοβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαύμα + επίθημα αλέος* (πρβλ. αυχμ αλέος, διψ αλέος, θαρσ αλέος)] …   Dictionary of Greek

  • θαύμα — Εκδήλωση υπερφυσικής προέλευσης, ορατή και συνεπώς αντιληπτή από τις αισθήσεις, που αποκαλύπτεται στον άνθρωπο με όλη της τη μυστηριώδη δύναμη. Η αρχική σημασία της λέξης ήταν «κάθετι που προκαλεί θαυμασμό». Σύμφωνα με τη δογματική της Ανατ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”